-άκλα

-άκλα
Γλωσσ.
μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία
π.χ. μουρ-άκλα (μούρη), φων-άκλα (φωνή), χερ-άκλα (χέρι) κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκλάρωτον — ἀκλά̱ρωτον , ἀκλήρωτος without lot masc/fem acc sg (doric) ἀκλά̱ρωτον , ἀκλήρωτος without lot neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνάκλα — η, Ν δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. άκλα (πρβλ. χερ άκλα)] …   Dictionary of Greek

  • χεράκλα — η, Ν μεγάλο χέρι, χερούκλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. άκλα (πρβλ. φων άκλα)] …   Dictionary of Greek

  • Augmentative — An augmentative is a suffix or prefix added to a noun in order to convey the sense of greater intensity, often though not primarily indicating a larger size. It is the opposite of a diminutive.Augmentatives in a few languagesIn modern English,… …   Wikipedia

  • -ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος …   Dictionary of Greek

  • -ούκλα — μεγεθυντική κατάλ. θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής με σκωπτική σημ.: χερ ούκλα < χέρι, ματ ούκλα < μάτι, ψαρ ούκλα < ψάρι. Για την προέλευση και τη σημ. τής κατάλ. βλ. λ. άκλα …   Dictionary of Greek

  • Μπαλμπόα, Βάσκο Νούνιεθ ντε- — (Vasco Nuρez de Balboa, Χερέθ ντε λος Καμπαγιέρος, Εστρεμαδούρα περ. 1475 – Άκλα 1517). Ισπανός κονκισταδόρ και διοικητής της ισπανικής αποικίας Καστίγια ντελ Όρο. Όταν πληροφορήθηκε από τους ιθαγενείς την ύπαρξη μιας μεγάλης θάλασσας πέρα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”